κατενωτίζομαι

κατεξανάστασις

κατεξαναστατικός
κατεξανάστασις, εως () [ᾰντᾰ] révolte, Lgn 7, 3 ; τινος, Jambl. V. Pyth. c. 16, contre qqe ch.
Étym. κατεξανίσταμαι.