Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατενωτίζομαι
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανάστασις,
εως
(
ἡ
) [
ᾰντᾰ
] révolte,
Lgn
7, 3 ;
τινος,
Jambl.
V. Pyth.
c. 16,
contre qqe ch.
Étym.
κατεξανίσταμαι
.