Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατεξανάστασις
κατεξαναστατικός
κατεξανίσταμαι
κατεξαναστατικός,
ή, όν
[
ᾰντᾰ
] porté à la révolte, rebelle contre,
gén.
M. Ant.
8, 39 ;
Sext.
710
.