καθάπερ

καθαπερανεί

καθαπερεί
καθαπερ·αν·εί [ᾰθᾰ] c. le préc. Plat. Leg. 684c ; Arstt. H.A. 4, 2, 16, etc.
Étym. κ. ἄν, εἰ.