καθαπερανεί

καθαπερεί

καθαπλόω-ῶ
καθαπερ·εί [ᾰᾰ] adv. c. les préc. Plat. Phil. 22e, etc. ||
E Ion. καταπερεί, Hdt. 1, 170.
Étym. κ. εἰ.