Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθαριότης
καθαρισμός
καθαρίως
καθαρισμός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾰᾰ
] purification,
Spt.
Ex.
29, 36 ;
Lev.
14, 32 ;
Num.
14, 18,
etc.
Étym.
καθαρίζω
.