καθαρότευκτος

καθαρότης

καθαρουργικός
καθαρότης, ητος () [ᾰᾰ] pureté, d’où :
1 au propre, netteté, limpidité, Hpc. 152g ||
2 fig. pureté morale, Plat. Phæd. 111b, etc. ; particul. probité, désintéressement, Pol. 32, 11, 9.
Étym. καθαρός.