Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθαρότης
καθαρουργικός
καθαρπάζω
καθαρουργικός,
ή, όν
[
ᾰᾰ
] épuré,
Geop.
20, 35
.
Étym.
κ. ἔργον
.