καθαρτήριος

καθαρτής

καθαρτικός
καθαρτής, οῦ () [κᾰ] qui purifie, Hpc. 301, 38 ; Plat. Soph. 231e ; particul. par un sacrifice expiatoire, Soph. El. 70 ; Ar. Vesp. 1043.
Étym. καθαίρω.