καθαρτής

καθαρτικός

καθάρυλλος
καθαρτικός, ή, όν [κᾰ]
1 propre à purifier, Plat. Tim. 60d ; μέλος, Arstt. Pol. 8, 7, 5, musique propre à soulager l’âme ; subst. ἡ καθαρτική (s. e. τέχνη) Plat. Soph. 231e, l’art de purifier ||
2 t. de méd. purgatif ; καθαρτικὸν φάρμακον, Plut. M. 999f, ou subst. τὸ κ. Hpc. Fract. 766, un purgatif ||
Cp. -ώτερος, Diosc. 5, 76.
Étym. καθαίρω.