Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθαρτικός
καθάρυλλος
καθαρύλλως
καθάρυλλος,
ος, ον
[
ᾰᾰ
] propret,
Plat. com.
2-2, 644, 1 Mein.
Étym.
dim. de
καθαρός
.