καθεκτῶς

καθελίσσω

καθελκόομαι-οῦμαι
καθ·ελίσσω [] envelopper, Arstd. t. 1, 303 ||
E Ion. κατελ-, Hdt. 2, 86, et 3 pl. pl. q. pf. κατειλίχατο, Hdt. 7, 76.