καθελίσσω

καθελκόομαι-οῦμαι

καθελκυσμός
καθ·ελκόομαι-οῦμαι [] être ulcéré, Hpc. 1213d ; Arstt. H.A. 9, 37, 10 ||
E Part. pf. ion. καθηλκωμένος, Hpc. l. c.