καθοπλίζω

καθόπλισις

καθοπλισμός
καθόπλισις, εως () [ᾰῐσ] action d’armer, d’où armement, Xén. Cyr. 8, 5, 6 ; Pol. 6, 23, 14.
Étym. καθοπλίζω.