κάθυγρος

κάθυδρος

καθυλακτέω-ῶ
κάθ·υδρος [ᾰῠ] rempli d’eau, abondant en eau, Soph. O.C. 158 ; Pol. 5, 24, 4.
Étym. κ. ὕδωρ.