Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθυγρασμός
κάθυγρος
κάθυδρος
κάθ·υγρος,
ος, ον
[
ᾰ
] très humide,
Hpc.
Aph.
1255 ;
Th.
H.P.
1, 4, 2 ;
DS.
5, 28
.
Étym.
κ. ὑγρός
.