καθυπερακοντίζω

καθυπερέχω

καθυπερηφανέω-ῶ
καθ·υπερέχω [ᾰῠ] l’emporter : τινί, Pol. 2, 25, 9, en qqe ch. ; τινός, Eurypham. (Stob. 555, 41) sur qqn ; rar. avec l’acc. Théano Epist. 8.