καθυπερέχω

καθυπερηφανέω-ῶ

καθυπερηφανία
καθ·υπερηφανέω-ῶ [ᾰῠᾰ] c. ὑπερηφανέω, Philod. π. κακιῶν, 4, 29 Sauppe ; Ar. Ach. arg.