Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω-ῶ
καθυπερτέρησις
καθυπερτερέω-ῶ
[
ᾰ
] être plus élevé que,
gén.
Man.
6, 687,
que qqe ch.
Étym.
καθυπέρτερος
.