Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθύπερθε
καθυπέρτατος
καθυπερτερέω-ῶ
καθ·υπέρτατος,
ion.
κατυπέρτατος,
η, ον
[
ᾰᾰ
]
sup. de
καθυπέρτερος,
Hdt.
4, 199
.