Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθηγέομαι-οῦμαι
καθηγήτειρα
καθηγητήρ
καθηγήτειρα,
ας
(
ἡ
) [
κᾰ
]
fém. du suiv.
Orph.
H.
75, 6
.