κάθημαι

καθημαξευμένως

καθημερεία
καθημαξευμένως [κᾰ] adv. d’une manière rebattue, c. à d. triviale, vulgaire, Æl. dion. (Eust. p. 1387, 9).
Étym. καθαμαξεύω.