Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθημαξευμένως
καθημερεία
καθημερινός
καθ·ημερεία,
ας
(
ἡ
) [
κᾰ
] travail de chaque jour,
Pol.
6, 33, 4
au pl.
Étym.
καθ’ ἡμέραν
.