καθημερινός

καθημέριος

καθημερόω-ῶ
καθ·ημέριος, α, ον [κᾰ]
1 de chaque jour, quotidien, Eur. Ph. 229 ||
2 de ce jour-ci, d’aujourd’hui, Soph. El. 1414 ||
E Dor. καθαμέριος [θᾱ] Eur. l. c.
Étym. κ. ἡμέρα.