Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καθημερεία
καθημερινός
καθημέριος
καθ·ημερινός,
ή, όν
[
ᾰ
] quotidien, journalier,
Plut.
M.
141
b
;
Spt.
Judith
12, 15 ;
NT.
Ap.
6, 1
.
Étym.
cf. le suiv.