κατοικοφθορέω-ῶ

κατοικτειρέω-ῶ

κατοικτείρω
*κατ·οικτειρέω-ῶ (seul. inf. ao. κατοικτειρῆσαι) c. le suiv. Spt. 4 Macc. 8, 19 et 12, 2.