Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κατολολύζω
κατολοφυρμός
κατολοφύρομαι
κατολοφυρμός,
οῦ
(
ὁ
)
c.
ὀλοφυρμός,
Jos.
B.J.
5, 1, 3
.