κατολοφυρμός

κατολοφύρομαι

κατομϐρέω-ῶ
κατ·ολοφύρομαι [] se lamenter sur, acc. Eur. Or. 339 ; Xén. Cyr. 7, 3, 16 ; πολλὰ κ. ἑαυτόν, DH. 5, 12, se répandre en lamentations sur soi-même.