κατοπτεύω

κατοπτήρ

κατοπτήριος
κατοπτήρ, ῆρος ()
1 éclaireur, espion, Eschl. Sept. 36 ||
2 instrument de chirurgie pour explorer un organe, sonde, Hpc. 884d, 893f.
Étym. κατόψομαι.