κατωνάκη

κατωνακοφόρος

κατῳνωμένος
κατωνακο·φόρος, ου (ὁ, ἡ) [ᾰᾰ] esclave vêtu de l’habit appelé κατωνάκη, Thpp. (Ath. 271d).
Étym. κατωνάκη, φέρω.