Κάτων

κατωνάκη

κατωνακοφόρος
κατω·νάκη, ης () [ᾰᾰ] vêtement d’esclave, garni d’une fourrure de peau de mouton, Ar. Lys. 1151, etc.
Étym. κάτω, νάκος.