Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καυλός
καυλοφορέω-ῶ
καυλώδης
καυλο·φορέω-ῶ,
avoir (
litt.
porter) une tige,
Gal.
6, 371
.
Étym.
καυλός, -φόρος
de
φέρω
.