Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
καυλοφορέω-ῶ
καυλώδης
Καυλωνία
καυλώδης,
ης, ες,
qui a une grosse tige,
Th.
C.P.
3, 6, 9
.
Étym.
καυλός, -ωδης
.