κέκραμαι

κεκραμένως

κεκραξιδάμας
κεκραμένως [] adv.
1 avec mesure, Procl. Plat. 1 Alc. 1, 102 ||
2 p. suite, avec un art parfait, Plut. M. 335a.
Étym. κεράννυμι.