Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεκραμένως
κεκραξιδάμας
κεκράξομαι
κεκραξι·δάμας,
αντος
(
ὁ
) [
ῐᾰᾱ
] braillard,
Ar.
Vesp.
596
.
Étym.
κέκραγα, δαμάω
.