Κελαινή

κελαινιάω-ῶ

Κελαινίτης
κελαινιάω-ῶ, être noir ||
E Part. prés. épq. κελαινιόων, Nonn. D. 38, 18 ; Opp. H. 4, 67.
Étym. κελαινός.