κεγχραλέτης

κεγχραμιδώδης

κεγχραμίς
κεγχραμιδώδης, ης, ες [ᾰῐ] qui ressemble à des graines de figue, Th. H.P. 1, 11, 3.
Étym. κεγχραμίς, -ωδης.