κεγχραμιδώδης

κεγχραμίς

Κεγχρέαθεν
κεγχραμίς, ίδος () [ᾰῐδ] graine de figue, Hpc. 586, 49 ; 587, 25 ; Arstt. H.A. 5, 17 ; Th. H.P. 4, 2, 1.
Étym. κέγχρος.