κεντροειδής

κεντρομανής

κεντρομυρσίνη
κεντρο·μανής, ής, ές []
1 blessé par l’éperon, Anth. 13, 18 ||
2 dont l’aiguillon rend fou (d’amour) Anth. 5, 247.
Étym. κέντρον, μαίνομαι.