Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεντρομανής
κεντρομυρσίνη
κέντρον
κεντρο·μυρσίνη,
ης
(
ἡ
)
[
ῐ
] petit houx,
arbuste épineux,
Th.
H.P.
3, 17, 4 ;
Geop.
10, 3, 7
.
Étym.
κέντρον, μυρσίνη
.