κεντρομανής

κεντρομυρσίνη

κέντρον
κεντρο·μυρσίνη, ης () [] petit houx, arbuste épineux, Th. H.P. 3, 17, 4 ; Geop. 10, 3, 7.
Étym. κέντρον, μυρσίνη.