κεντρότυπος

κεντροφόρος

κεντρόω-ῶ
κεντρο·φόρος, ος, ον :
1 qui porte un aiguillon, Opp. H. 4, 244 ||
2 qui occupe le centre, Porph. (Eus. P.E. p. 110c).
Étym. κέντρον, φέρω.