κεφάλαιον

κεφάλαιος

κεφαλαιόω-ῶ
κεφάλαιος, α, ον [] capital, principal, Plat. Gorg. 494e ; Ar. Ran. 854 ||
Sup. -ότατος, Plat. (Bkk. p. 104, 6).
Étym. κεφαλή.