κεφαλαλγής

κεφαλαλγία

κεφαλαλγικός
κεφαλαλγία, ας () [φᾰ] mal de tête, Hpc. Aph. 1247 ; Arstt. Probl. 1, 10 ; Plut. M. 465a.
Étym. κεφαλαλγής.