κεφαλαλγία

κεφαλαλγικός

κεφαλαλγός
κεφαλαλγικός, ή, όν [φᾰ]
1 pass. qui souffre de maux de tête, Gal. 6, 438, etc. ||
2 act. qui fait mal à la tête, Diocl. (Ath. 26c).
Étym. κεφαλαλγία.