κεφαλαλγικός

κεφαλαλγός

κεφαλαργία
κεφαλ·αλγός, ός, όν [φᾰ] qui fait mal à la tête, Plut. M. 133c ; Ruf. p. 51, 59 Matthäi.
Étym. κεφαλή, ἄλγος.