Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεφαλοκρούστης
κεφαλόρριζος
κέφαλος
κεφαλό·ρριζος,
ος, ον
[
ᾰ
] aux racines bulbeuses,
Th.
H.P.
1, 14, 2
.
Étym.
κεφαλή, ῥίζα
.