κεφαλόρριζος

κέφαλος

Κέφαλος
κέφαλος, ου () [] muge, poisson de mer à grosse tête, Euthyd. (Ath. 307b) ; Arstt. H.A. 5, 11, etc. ; Gal. 6, 718.
Étym. κεφαλή.