Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
κεραμεύς
κεραμευτικός
κεραμευτικῶς
κεραμευτικός,
ή, όν
[
ᾰ
] de potier,
DS.
4, 16 ;
Luc.
Am.
11
.
Étym.
κεραμεύς
.