κεραμεοῦς

κεραμεύς

κεραμευτικός
κεραμεύς, έως () [] potier, Il. 18, 601 ; Hés. O. 25 ; Plat. Hipp. ma. 288d, etc. ||
E Plur. nom. att. κεραμῆς, Ar. Av. 490.
Étym. κέραμος.