Κεράμων

κεραμωτός

κεράννυμι
κεραμωτός, ή, όν []
1 couvert en tuiles, Str. 499 ||
2 κ. χελώνη, Pol. 28, 12, 5, la manœuvre de la tortue.
Étym. vb. de κεραμόω.