κεραυνίτης

κεραυνοϐλής

κεραυνοϐολέω-ῶ
κεραυνο·ϐλής, ῆτος (ὁ, ἡ) frappé de la foudre, Th. H.P. 3, 8, 5.
Étym. κεραυνός, βάλλω.